στιλιζάρω

στιλιζάρω
στιλιζάρω και στυλιζάρω -ισα, -ισμένος, δημιουργώ καλλιτεχνικό έργο με ορισμένη τεχνοτροπία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στιλιζάρω — Ν βλ. στυλιζάρω …   Dictionary of Greek

  • στυλιζάρισμα — και στιλιζάρισμα, το, Ν [στυλιζάρω / στιλιζάρω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στυλιζάρω, καλλιτεχνική ή λογοτεχνική επεξεργασία με ορισμένο στυλ, με ορισμένη τεχνοτροπία 2. (καλ. τεχν.) η αναγωγή μιας μορφής στα ουσιαστικά μόνον… …   Dictionary of Greek

  • στυλιζάρω — και στιλιζάρω Ν 1. λογοτ. επεξεργάζομαι ένα κείμενο δίνοντας του σωστή μορφή από άποψη ύφους 2. (καλ. τεχν.) ανάγω μία μορφή στα ουσιαστικά χαρακτηριστικά της απεικονίζοντάς την αδρομερώς, παραλείποντας τις λεπτομέρειες και δίνοντάς της… …   Dictionary of Greek

  • στυλιζάρω — βλ. στιλιζάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”